- σ(φ)άκια
- Α(κατά τον Ησύχ.) «τῆς ἀμπέλου τὰ κλήματα».[ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < σφάκος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακία — Ο στοίχος στον βυζαντινό στρατό. Ονομαζόταν και λόχος ή κουντουβέρνιον. Το πεζικό παρατασσόταν σε όρδινα (ζυγούς), που συνήθως ήταν δεκαέξι. Τα όρδινα ήταν τοποθετημένα το ένα πίσω από το άλλο, σε διάταξη φάλαγγας, και ο αριθμός τους ήταν… … Dictionary of Greek
απάκι — το (Μ ἀπάκι) (κ. κιν, το, πληθ. κια, τα) 1. τα ψαχνά μέρη του σώματος γύρω από τα νεφρά 2. φρ. «μου πεσαν τ απάκια» πονάει η μέση μου από την κούραση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλωπέκιον «μικρόσωμη αλεπού» πληθ. αλωπέκια > αλεπέκια > αλπέκια, με… … Dictionary of Greek
κουντουβέρνιον — κουντουβέρνιον, τὸ (Μ) (στους Βυζαντινούς) ακία*, σειρά στρατιωτών, παράταξη στρατού, φάλαγγα, στοίχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. contubernium «ομάδα στρατιωτών που καταλύουν στην ίδια σκηνή»] … Dictionary of Greek